ὑπαλλήλων

ὑπαλλήλων
ὑπάλληλος
subordinate
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δημόσιος λειτουργός — Κάθε πρόσωπο που συνεργάζεται συστηματικά για τη λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών, είτε είναι δημόσιος υπάλληλος είτε όχι, όπως, για παράδειγμα, οι στρατιώτες, οι ένορκοι, οι δικηγόροι, οι ιδιώτες μέλη επιτροπών, συμβουλίων, εθελοντές ή τιμητικά …   Dictionary of Greek

  • ΑΔΕΔΥ — Τα αρχικά γράμματα της γενικής ένωσης των δημοσιοϋπαλληλικών οργανώσεων, με τίτλο Ανωτάτη Διοίκηση Ενώσεων Δημοσίων Υπαλλήλων. Ιδρύθηκε το 1945 και λειτούργησε από τις 3 Δεκεμβρίου 1947. Σκοπός της είναι η εξύψωση του πνευματικού, ηθικού και… …   Dictionary of Greek

  • υπαλληλικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υπάλληλο 2. φρ. α) «υπαλληλικό δίκαιο» (νομ.) κλάδος τού δημοσίου δικαίου, σύνολο κανόνων οι οποίοι διέπουν τα σχετικά με την κατάσταση τών δημοσίων υπαλλήλων, τών υπαλλήλων νομικών προσώπων δημοσίου… …   Dictionary of Greek

  • Επικρατείας, Συμβούλιο της– — Ονομασία που φέρει σε διάφορες χώρες το ανώτατο δικαστήριο διοικητικής δικαιοσύνης, στο οποίο έχουν ανατεθεί κατά κανόνα, εκτός από τις καθαυτό δικαιοδοτικές αρμοδιότητες, και γνωμοδοτικά καθήκοντα, ως συμβουλευτικού οργάνου της διοίκησης.… …   Dictionary of Greek

  • ευθύνη — (Νομ.). Ο όρος σημαίνει τη κατάσταση στην οποία βρίσκεται ένα άτομο που παραβίασε μια συμβατική υποχρέωση ή προκάλεσε ζημία με κάποια πράξη ή παράλειψή του αντίθετη είτε στον νόμο είτε στα ιδιαίτερα καθήκοντά του. Η έννοια της ε. έχει διάφορες… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • συνδικάτα — Σωματεία των εργαζόμενων που παρέχουν εξαρτημένη εργασία, χειρωνακτική ή διανοητική, σε οποιοδήποτε παραγωγικό τομέα, και έχουν σκοπό την προστασία των οικονομικών και επαγγελματικών συμφερόντων, ατομικών και συλλογικών, των μελών τους. Η δράση… …   Dictionary of Greek

  • Confédération des syndicats des fonctionnaires publics — ADEDY Α.Δ.Ε.Δ.Υ., Ανώτατη Διοίκηση Ενώσεων Δημόσιων Υπαλλήλων Contexte général Zone d’influence …   Wikipédia en Français

  • αγροφυλακή — Δημόσια υπηρεσία που είχε έργο της την τήρηση της αγροτικής ασφάλειας και καταργήθηκε το 1993. Πρώτος νόμος που αφορούσε θέματα α. ήταν το διάταγμα της 13 5 1835 «περί προξενουμένης εις τους αγρούς βλάβης εκ της βοσκής ζώων», ενώ από τους νόμους… …   Dictionary of Greek

  • μισθολόγιο — το 1. πίνακας μισθών τών υπαλλήλων μιας υπηρεσίας ή επιχείρησης 2. (κατ επέκτ.) η κλίμακα τών μισθών τών υπαλλήλων κατά κλάδους («το μισθολόγιο τών εκπαιδευτικών»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + λόγιο*. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”